λευιτικός — ή, ό (AM λευιτικός, ή, όν) [λευίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λευίτες («εἰ μὲν οὖν τελείωσις διὰ τῆς λευιτικῆς ἱερωσύνης ἦν», ΚΔ) 2. το ουδ. ως ουσ. Λευιτικό(ν) τίτλος ενός από τα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης, το τρίτο τής… … Dictionary of Greek
αποδιοπομπαίος τράγος — Βιβλικός όρος. Γι’ αυτόν γίνεται λόγος στο τελετουργικό της γιορτής του εξιλασμού (Λευιτικό 16), που τη γιόρταζαν οι Ισραηλίτες κάθε φθινόπωρο, στις δέκα του μήνα Τισρεΐ (Σεπτέμβριος Οκτώβριος). Κατά την ημέρα αυτή, που ιερείς και λαός ζητούσαν… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
πεντάτευχος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από πέντε τεύχη ή βιβλία. 2. ουσ., Πεντάτευχος, η ονομασία των πέντε πρώτων βιβλίων της Παλ. Διαθήκης (Γένεσις, Έξοδος, Αριθμοί, Λευιτικό και Δευτερονόμιο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)